- Καβείριον
- Καβείριονthe Cabeirineut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καβειρίου — Καβείριον the Cabeiri neut gen sg Καβειρίης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καβείριος — καβείριος, ία, ον (Α) [Κάβειροι] 1. καβειρικός 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Καβειρία προσωνυμία τής Δήμητρας από τους Καβείρους 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Καβείρια τα μυστήρια τών Καβείρων 4. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ Καβείριον ιερό, ναός τών… … Dictionary of Greek
Καβείρια — the Cabeiri neut nom/voc/acc pl Καβείριον the Cabeiri neut nom/voc/acc pl Καβειρίης masc voc sg Καβειρίης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)